- όπωπα
- ὄπωπα (Α)παρακμ. β' τού ορώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, -άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β' ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β' ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw- (< *ә3ekw-) «βλέπω» με χειλοϋπερωικό φθόγγο που στην Ελληνική αποδίδεται με το χειλικό σύμφωνο -π- (στην αρχή λέξεως πριν από τα οπίσθια φωνήεντα ο και α), πρβλ. και ὀπτός (Ι), -οπτεύω, ὀπτήρ, δίοπτρον, ὄμμα. Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το εφετικό ρ. τής αρχ. Ινδικής με διπλασιασμό ī, īksate «επιθυμεί να κοιτάξει» (πρβλ. ὀψείω, ὀψείοντες «επιθυμώ, θέλω να δω»). Εκτός όμως από τους προηγούμενους ρηματ. τ., στη ρίζα *okw- ανάγονται τα ονόματα που δηλώνουν το όργανο τής όρασης, δηλ. το μάτι, τον οφθαλμό. Τα ονόματα αυτά στις διάφορες γλώσσες εμφανίζονται σε μεγάλη ποικιλία μορφών, πολλές φορές δυσερμήνευτων, πιθ. λόγω τής συχνής χρήσης τών τύπων και μάλιστα σε δοξασίες σχετικές με το «καλό» ή το «κακό» μάτι (πρβλ. αρχ. περσ. (h)u-čašma «καλό μάτι»). Στην Ελληνική, με τη σημ. «μάτι», έχουμε πέντε τύπους με διαφορετικό κάθε φορά σχηματισμό από τη ρίζα *okw-: α) ο επικρατέστερος τ. τής αρχ. Ελληνικής ὀφθαλμός εμφανίζει εκφραστικά δασέα σύμφωνα -φθ- που αντιστοιχούν με το αρχ. ινδ. -ks- στον τ. aksi «μάτι» (πρβλ. φθίνω και αρχ. ινδ. ksināti) και υγρό επίθημα -αλ- (πρβλ. λατ. oculus)β) ο βοιωτ. τ. ὄκταλλος «οφθαλμός» μπορεί επίσης να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. aksi «μάτι» με ηχηρά κλειστά σύμφωνα -kr- αντί τού αρχ. ινδ. -ks- και με υγρό επίθημα, όπως στο ὀφθαλμόςγ) ο δωρ. τ. ὀπτίλ(λ)ος «μάτι», με επίσης υγρό επίθημα, έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό του από το χειλικό -π- τών ὀπτός (I), ὀπτεύω, -όπτηςκ.λπ.δ) ο τ. ὄκκον «οφθαλμός» που παραδίδει ο Ησύχιος εμφανίζει εκφραστικό διπλασιασμό τού -k- και συνδέεται με το αρμ. akn «μάτι»ε) ο αρχαϊκός, τέλος, τ. δυϊκού αριθμού ὄσσε «δύο μάτια» (πρβλ. τρι-οττίς) συνδέεται με αρχ. σλαβ. oci και με αρμ. ač-k' και ανάγεται σε ΙΕ τ. *okwy-e, κατά τους δυϊκούς σε -e από αρχικό τ. *okwi όπως μαρτυρείται στο σλαβ. oči. Στη Νέα Ελληνική, για να δηλώσει το όργανο τής όρασης, έχει επικρατήσει η λ. μάτι < ὀμμάτιον, υποκορ. τού αρχ. / ὄμμα* που ενώ αρχικά δήλωνε ό,τι αφορά τη διαδικασία τής όρασης, τη δυνατότητα να βλέπει κανείς, η σημασία του γρήγορα εξελίχθηκε στη σημ. «βλέμμα, κοίταγμα, ματιά» και στη σημ. τού «οφθαλμός». Η ρίζα *okw- όμως με σημ. «βλέπω, οφθαλμός» χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκταση για να δηλώσει και τη θέα, την όψη στους τ. εἰσῶπα, ἐνῶπα, μέτωπον, πρόσωπον (πρβλ. αρχ. ινδ. pratīkam «όψη», anīkam «πρόσωπο»), ὄψις, ὠπή «όψη», ὠπῶ, καθώς και στα σύνθ. σε -οψ (πρβλ. μῆλ-οψ, oἶν-οψ), -ωψ (πρβλ. γλαύκ-ωψ, κύν-ωψ, μύ-ωψ) και -ῶπις (πρβλ. γλαυκ-ῶπις, γοργ-ῶπις, δολῶπις) και, τέλος, στα πάμπολλα σύνθ. σε -ωπός (πρβλ. αρρεν-ωπός, σκυθρ-ωπός, φλογ-ωπός), όπου το -ωπός έχει εξελιχθεί σε βασική παραγωγική κατάλ. επιθέτων τής Νέας Ελληνικής (βλ. λ. -ωπός). Η ρίζα, τέλος, *okw- εμφανίζεται και στις λ. ὀπή* «άνοιγμα, τρύπα», ὄπις* «θεία δίκη» και «θεϊκή προστασία» και ὄσσομαι* «βλέπω, φαντάζομαι, προλέγω» με σημ. περισσότερο ή λιγότερο κοντινή προς εκείνην τού βλέπω].
Dictionary of Greek. 2013.